Εβρέ

Εβρέ
(Évreux). Πόλη (51.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας και πρωτεύουσα του νομού Ερ. Βρίσκεται σε απόσταση 108 χλμ. ΒΔ του Παρισιού. Στην Ε. υπάρχουν βιομηχανίες μετάλλων, υφασμάτων, ραδιοτηλεοπτικών εξαρτημάτων και φαρμάκων. Η πόλη αποτελεί έδρα επισκόπου, ενώ διαθέτει βιβλιοθήκη και μουσείο. Στην Ε. σώζονται σήμερα πολλά ιστορικά μνημεία, όπως ο καθεδρικός ναός (14ος-17ος αι.) με τα υπέροχα βιτρό, ο ναός του Αγίου Ταυρίνου, με τον αξιόλογο βωμό του 13ου αι., και ο πύργος του Ρολογιού, που έχει ύψος 44 μ. Στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης φιλοξενούνται αντικείμενα ρωμαϊκής εποχής. Κατά τον Μεσαίωνα η πόλη ήταν κομητεία υποτελής στους δούκες της Νορμανδίας, αλλά το 1198 παραχωρήθηκε στον βασιλιά της Γαλλίας. Κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου κατελήφθη πολλές φορές από τους Άγγλους. Όταν ο Ναπολέων χώρισε την Ιωσηφίνα, της παραχώρησε τμήμα της κομητείας αυτής. Άποψη της γαλλικής πόλης Εβρέ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔβρε — ἔβρος he goat masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Βαγιάν, Σεμπαστιάν — (Sebastien Vaillant, 1669 1722). Γάλλος βοτανολόγος. Από πολύ μικρός –8 ετών– έδειξε ενδιαφέρον για τη βοτανική, αλλά ο πατέρας του τον υποχρέωσε να μάθει μουσική, τομέα στον οποίο έκανε εκπληκτικές προόδους. Ήδη σε ηλικία 11 ετών, αντικαθιστούσε …   Dictionary of Greek

  • Βαλρά, Λεόν — (Léon Walras, Εβρέ, Ερ 1834 – Κλαρέν, Λοζάνη 1910). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Λοζάνης (1870 92) –δεν μπόρεσε ποτέ να διδάξει στη Γαλλία εξαιτίας της εχθρότητας προς τις ιδέες του των Γάλλων… …   Dictionary of Greek

  • Ελεονόρα — I Όνομα βασιλισσών της Ευρώπης. 1. Ε. της Ακουιτανίας (Éléοnore d’ Aquitaine, 1122 – Φοντεβρό 1204). Βασίλισσα της Γαλλίας και αργότερα της Αγγλίας. Ήταν κόρη και διάδοχος του δούκα της Ακουιτανίας, Γουλιέλμου Γ’. Το 1137 παντρεύτηκε τον… …   Dictionary of Greek

  • Ερ — I (Eure). Νομός (6.040 τ. χλμ., 541.054 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Γαλλίας. Οφείλει την ονομασία του στον ομώνυμο ποταμό. Ο νομός διασχίζεται από τον Σηκουάνα, στον οποίο εκβάλλουν όλοι οι ποταμοί του νομού. Ο Ε. οφείλει την οικονομική του… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… …   Dictionary of Greek

  • Ναβάρα — (Navarra). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ισπανίας. Τα σύνορά της αντιστοιχούν, σε γενικές γραμμές, με τα σύνορα της σημερινής ομώνυμης επαρχίας (10.391 τ. χλμ., 520.124 κάτ.) με πρωτεύουσα την Παμπλόνα. Το βόρειο τμήμα της είναι κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Νορμανδία — (Normandie). Ιστορική επαρχία της βόρειας Γαλλίας. Βρέχεται με μια ακτή 600 χλμ., από τα νερά του Στενού της Μάγχης, μεταξύ των εκβολών του Μπρελ στα Α και του Κουενόν (Κόλπος Σαιν Μαλό) στα Δ, και ορίζεται από τη Βρετάνη στα ΝΔ, την Πικαρδία στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”